γνωμιάζω

γνωμιάζω
και εγνωμιάζω (Μ γνωμιάζω και ἐγνωμιάζω) [γνώμη]
υπολογίζω, λογαριάζω
νεοελλ.
1. έχω στον νου μου, σκοπεύω να...
2. οργίζομαι, πεισμώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αγνώμιαστος — η, ο [γνωμιάζω] 1. αυτός που δεν προβάλλει τη γνώμη του 2. αυτός που δεν επιμένει στις δικές του γνώμες 3. ο πράος …   Dictionary of Greek

  • γνωμίζω — [γνώμη] 1. γνωμιάζω 2. σχηματίζω γνώμη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”